- κάρα
- (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας.
1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του Φραγκίσκου Ιωσήφ, Βόρεια Γη και πολλά άλλα, με συνολική έκταση περίπου 10.000 τ. χλμ. H πολική νύχτα διαρκεί 3-4 μήνες τον χρόνο, ενώ η πολική ημέρα 2-3 μήνες. Το κλίμα στη θάλασσα Κ. είναι αρκτικό (ψυχρό). Ο χειμώνας χαρακτηρίζεται από χιονοθύελλες, ενώ το καλοκαίρι η ομίχλη και η ελαφρά χιονόπτωση αποτελούν συχνά φαινόμενα. Τον χειμώνα η θάλασσα Κ. καλύπτεται από συνεχές στρώμα πάγου, ενώ πολλά επιπλέοντα κομμάτια διατηρούνται ακόμη και το καλοκαίρι. Η θερμοκρασία των νερών που βρίσκονται κάτω από τους χειμερινούς πάγους κυμαίνεται μεταξύ 1,5-1,7°C. Η θάλασσα Κ. κατοικείται από ασπόνδυλα και ημιανάδρομα ψάρια, από φώκιες και από πολλά είδη πτηνών, που σχηματίζουν αποικίες στα νησιά. Δέχεται τα νερά διαφόρων ποταμών (Ομπ, Κάρα, Γενισέι, Πιασινά κ.ά.). Σπουδαιότερο λιμάνι της είναι το Ντίξον, που αποτελεί κέντρο εξαγωγής ξυλείας, οικοδομικών υλικών, γουναρικών και τροφίμων.
2. Ποταμός (257 χλμ.) της Ρωσίας. Πηγάζει από τις πλαγιές του βόρειου τμήματος των Πολικών Ουραλίων και εκβάλλει στον όρμο Μπαϊνταράτα, στη θάλασσα K. Τροφοδοτείται από τις βροχές και την τήξη των χιονιών, ενώ είναι πλωτός στα χαμηλότερα τμήματά του. Ο ποταμός παγώνει από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιο.
3. Πορθμός της Ρωσίας στον Αρκτικό ωκεανό, ανάμεσα στα νησιά Βαϊγκάτς και Νόβαγια Ζεμλιά. Ο πορθμός αυτός, μήκους 33 και πλάτους 45 χλμ., ενώνει τις θάλασσες Μπάρεντς και Κ. Έχει ψηλές και βραχώδεις ακτές, που είναι χιονισμένες τους περισσότερους μήνες του χρόνου.
* * *(I)κάρα επικ. και ιων. τ. κάρη, τὸ, γεν. κάρητος και κάρατος (Α)1. το κεφάλι («πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον», Ομ. Ιλ.)2. το πρόσωπο («γέλωτι τοὐμὸν φαιδρὸν ὄψεται κάρα», Σοφ.)3. η κορυφή ενός πράγματος («κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου», Ησίοδ.)4. το χείλος ποτηριού5. (σε περίφραση) ο άνθρωπος («ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε θ. κρα- (πρβλ. επικ. τ. γεν. εν. κράατος, κρατός), οπότε η λ. είναι προϊόν συμφυρμού τού θέματος αυτού με το θ. καρ- (κρα- + καρ- > κάρα), είτε απευθείας σε θ. καρ-. Η άποψη σύμφωνα με την οποία τόσο η ονομ. κάρα όσο και οι τ. τής γεν. κράατος, κρατός προέρχονται από ένσιγμους τύπους (ονομ. κάρα < *κάραα < *κάρασn, γεν. κράατος < *křs-n-, πρβλ. αρχ. ινδ. śirah «κεφάλι», γεν. śĩrsn-as) αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι στη Μυκηναϊκή, όπου εμφανίζεται η λ. κάρα, δεν μαρτυρείται -s- (πρβλ. σύνθ. qoukara «κεφάλι βοδιού», οργανική πτώση πληθ. karaapi «με κεφάλια»). Στον Όμηρο απαντά τ. κάρη, τού οποίου το -η είναι πιθ. προϊόν αναλογίας προς τον τ. κάρηνον «κεφάλι, κορυφή». Η λ. κάρα, το, παρουσιάζει ποικιλία τύπων κατά την κλίση της: γεν. εν. κράατος, (συνηρ.) κρατός, καρήατος, κάρητος, δοτ. κάρᾳ κ.ά. Από τον 4ο περίπου π.Χ. αιώνα ο τ. κάρα απαντά και ως θηλ. στις πλάγιες πτώσεις: τῆς κάρης, τὴν κάρην κ.λπ.ΠΑΡ. αρχ. κάρανος, κάρηνον.ΣΥΝΘ. καραδοκώ, καρηβαρώαρχ.καράτομος, καρατόμος].————————(II)ἡ (Μ κάρα)το κεφάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού αρχ. κάρα, τὸ, με αλλαγή γένους αναλογικά προς το συνώνυμό του κεφαλή, ἡ, πρβλ. το κόκ(κ)αλο (< αρχ. κόκκαλος, ὁ) κατά τό ὀστοῡν].————————(III)κάρα, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.)1. ήμερη γίδα2. συκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.